- προσπλάττεις
- προσπλάσσωformpres ind act 2nd sg (attic)προσπλάσσωformpres ind act 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπλάσσω — ΜΑ, και αττ. τ. προσπλάττω Α μσν. προσδίδω σε κάποιον κάτι («τί τῷ μύρμηκι λέοντος προσπλάττεις ἀλκήν», Ευστ. Πον.) αρχ. 1. κατασκευάζω, πλάθω κάτι προσκολλώντας το πάνω σε άλλο 2. αυξάνω κάτι επιπροσθέτως 3. προσθέτω 4. παθ. προσπλάσσομαι α)… … Dictionary of Greek